Σαν ξεχειλίζει το συναίσθημα απ’το σώμα
Κλείνω τα μάτια μου και αφήνω να κυλήσουν αβίαστα τα δάκρυα στα μάγουλά μου.
Δάκρυα στα βλέφαρα μπλεγμένα, δάκρυα ζεστά, που αλατίζουν τα χείλη…
Τι τύχη αλήθεια· να ξεχειλίζει το συναίσθημα απ’ το σώμα, ν’ ανακυκλώνεται η Ζωή, να στεγνώνει στο δέρμα μου, άλλοτε σαν φιλί ερωτικό κι άλλοτε σαν χάδι, βάλσαμο στον πόνο και τη μοναξιά.
Τούτα τα δάκρυα μου θυμίζουν εκείνες τις πρώτες σταγόνες μιας αυγουστιάτικης βροχής…Εκείνες τις γεμάτες, τις παχειές σταγόνες, που πέφτουν με δύναμη στον ώμο σου και, σαν κοιτάξεις τον ουρανό κατάματα, σε κατακλύζουν…Βροχές που δεν τις περιμένεις, που ούτε ο ουρανός θέλει να μαρτυρήσει· μήπως κι έτσι μπορέσει αιώνια να κρατήσει αγκαλιά το καλοκαίρι και συνάμα το χρώμα του…
Μήπως μπορέσω κι εγώ αιώνια να σε κρατήσω πια στην αγκαλιά μου,να κυλούν τα όνειρα νερό πάνω στο δέρμα μου απ’ τα ακροδάκτυλά σου, ν’ ανοίγουν οι πόροι να καταπιούν τα χάδια σου, να μουλιάζουν τα χείλη απ’ τα φιλιά…
Παλέτα του μπλε ο ουρανός το καλοκαίρι – κυανό, γαλάζιο, λουλακί, τυρκουάζ, θαλασσί….Ένα χρώμα γλαυκό να σου γεμίζει με σάλιο το στόμα και να σου ανοίγει την όρεξη για έρωτα…Τέσσερα μάτια που μεθούν κοιτώντας τον ορίζοντα…Αυτά τα μάτια, τα παιχνιδιάρικα και αμυγδαλωτά, τα πότε χαρούμενα και πότε λυπημένα, μα πάντοτε ένας χείμαρρος να καθρεφτίζουν την ψυχή στον κόσμο…
Μια τέτοια καταιγίδα είναι το κλάμα, κάθε σταγόνα και συναίσθημα, κάθε συναίσθημα ευχή που μεγαλώνει στην καρδιά μέχρι να ξεχειλίσει…Μέχρι το δέρμα σου να γίνει πάλι και δικό μου δέρμα, μέχρι η καρδιά μου να γίνει πάλι και δική σου…Σαν κόμπος περίτεχνος, σφιχτός τα σώματά μας, να πάλλονται και να ραγίζει η γη, ν’ αναρριγούν και να ξυπνά η φύση…